πυγμαχία

πυγμαχία
η
1. μάχη με πυγμή.
2. αθλητικό αγώνισμα μεταξύ δύο ατόμων που προσπαθεί ο ένας να καταβάλει τον άλλο με γροθοκοπήματα, αλλ. μποξ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυγμαχία — πυγμαχίᾱ , πυγμαχία boxing fem nom/voc/acc dual πυγμαχίᾱ , πυγμαχία boxing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαχίᾳ — πυγμαχίαι , πυγμαχία boxing fem nom/voc pl πυγμαχίᾱͅ , πυγμαχία boxing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαχία — η, Ν ΜΑ, και επικ. τ. πυγμαχιη Α [πυγμάχος] άθλημα για ερασιτέχνες και, σήμερα, και για επαγγελματίες, η τακτική τού οποίου περιλαμβάνει άμυνα και επίθεση με τις πυγμές, άθλημα που εισήχθη ως ολυμπιακό αγώνισμα στην αρχαία Ελλάδα γύρω στο 630 π.… …   Dictionary of Greek

  • πυγμαχίας — πυγμαχίᾱς , πυγμαχία boxing fem acc pl πυγμαχίᾱς , πυγμαχία boxing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαχίαν — πυγμαχίᾱν , πυγμαχία boxing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαχίαισι — πυγμαχία boxing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαχίην — πυγμαχία boxing fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαχίης — πυγμαχία boxing fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαχίῃ — πυγμαχία boxing fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαχίῃσι — πυγμαχία boxing fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”